ἐλεφαντιάσεως

ἐλεφαντιάσεως
ἐλεφαντιάσεω̆ς , ἐλεφαντίασις
elephantiasis
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παχυδερμία — (Ιατρ.). Η μόνιμη αύξηση του πάχους του δέρματος, που οφείλεται σε χρόνια υπερπλασία του ινώδους ιστού του δέρματος, του υποδόριου συνδετικού ιστού και συχνά και των μυών. Η π. καλύπτει τα κάτω άκρα και το όσχεο. Το δέρμα εκείνου που υποφέρει από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”